ἄγχομαι

ἄγχομαι
ἄγχω
squeeze
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • συνάγχομαι — Α στενοχωρούμαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄγχω / ἄγχομαι «στενοχωριέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • αγχώνομαι — αγχώνομαι, αγχώθηκα, αγχωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: αγχώνομαι : με την ίδια σημασία απαντάται, σπάνια, και ο τύπος άγχομαι (βλ. πίν. 32 , μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”